- δίτροχος
- -η, -οαυτός που έχει δύο τροχούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίτροχος — η, ο (AM δίτροχος, ον) (για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν) όχημα με δύο τροχούς … Dictionary of Greek
διτρόχου — δίτροχος two wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτροχος — η, ο, Ν 1. (για όχημα) αυτός που έχει τρεις τροχούς 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτροχο ποδήλατο ή αυτοκίνητο με τρεις τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τροχός (πρβλ. δίτροχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού] … Dictionary of Greek